- χολίνη
- Οργανική ουσία η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο, που συναντάται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς, κυρίως ως συστατικό μερικών ουσιών (λεκιθίνη κ.ά.)· σε αυτή τη μορφή μπορεί να ανευρεθεί, σε μικρές ποσότητες, σε κάποια οργανικά υγρά, στα οποία είναι δυνατόν να αυξηθεί σε παθολογικές καταστάσεις. Η χ. είναι τεταρτογενής βάση και, όπως μερικά αλκαλοειδή, δρα στην πίεση του αίματος ελαττώνοντάς την. Έχει μεγάλη σημασία για τους οργανισμούς, γιατί επεμβαίνει στον μεταβολισμό των λιπών και δρα στο νευρικό σύστημα. Η χ. θεωρείται βιταμινικός παράγοντας. Ο οξικός εστέρας της χ., η ακετυλχολίνη έχει μεγάλη βιολογική σημασία, γιατί είναι ένας από τους βασικούς χημικούς μεσάζοντες για τη μεταβίβαση του νευρικού ερεθίσματος.
Όταν ένα νευρικό ερέθισμα φτάνει σε ένα μυ, στο σημείο επαφής μεταξύ νεύρου και μυός (νευρομυϊκή σύναψη), ένα ένζυμο (χολινακετυλάση) προκαλεί την εστεροποίηση της χ. σε ακετυλοχολίνη που προκαλεί τη συστολή του μυός. Όταν παύσει το νευρικό ερέθισμα, ένα άλλο ένζυμο (χολινεστεράση) προκαλεί την υδρόλυση της ακετυλοχολίνης, η οποία μετατρέπεται ξανά σε χ. και οξικό οξύ, προκαλώντας στον ίδιο μυ το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή χαλάρωση.
* * *η, Ν(βιοχ.) αμιναλκοόλη διαδεδομένη ευρέως στη φύση, σε ελεύθερη κατάσταση ή με τη μορφή εστέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. choline < χολή / χόλος + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.